- επιθρηνώ
- ἐπιθρηνῶ, -έω (Α)1. θρηνώ, κλαίω για κάτι και γενικά κλαίω2. (με δοτ.) θρηνώ πάνω σε κάτι («ταῖς κεφαλαῖς ἐπιθρηνεῖν τῶν ἀνθρώπων, ὧν ἔφαγον», Γρηγ. Νύσσ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιθρήνησις — ἐπιθρήνησις, ἡ (Α) [επιθρηνώ] θρήνος για κάτι … Dictionary of Greek
θρηνώ — (ΑΜ θρηνῶ) 1. κλαίω, θρηνολογώ μοιρολογώ 2. μοιρολογώ κάποιον, τόν κλαίω («θρηνεί τους γονείς του») αρχ. θρηνωδώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος. ΠΑΡ. αρχ. θρήνημα, θρηνήσιμος, θρηνητήρ, θρηνητής, θρηνητός, θρηνήτωρ μσν. θρηνίζω. ΣΥΝΘ. αρχ. αναθρηνώ,… … Dictionary of Greek
συνεπιθρηνώ — έω, Α [έπιθρηνῶ] θρηνώ μαζί ή από κοινού με κάποιον … Dictionary of Greek